ξαναδοκιμάζω

ξαναδοκιμάζω
μετ.
1) снова пробовать, опробовать (что-либо); 2) снова примерять; 3) снова пытаться (что-л, делать);

ξαναδοκιμάζω να τού μιλήσω — вновь пытаться с ним поговорить;

4) снова испытывать, переживать (трудности, несчастья)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξαναδοκιμάζω" в других словарях:

  • ξαναδοκιμάζω — 1. επαναλαμβάνω τη δοκιμή, δοκιμάζω πάλι, επιχειρώ και πάλι 2. γεύομαι ξανά («ξαναδοκίμασε το φαγητό μήπως σού αρέσει») 3. υποβάλλω πάλι σε δοκιμασία κάποιον …   Dictionary of Greek

  • αναπειρώμαι — ( άομαι) (Α ἀναπειρῶμαι) επιχειρώ εκ νέου, ξαναδοκιμάζω, ξαναπροσπαθώ αρχ. 1. κάνω δοκιμή σε κάτι, εξετάζω, δοκιμάζω 2. (ως ναυτ. όρος) κάνω γυμνάσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πειρῶμαι «δοκιμάζω». ΠΑΡ. αρχ. ἀνάπειρα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»